- ἀνομοιογενοῦς
- ἀνομοιογενήςof different kindmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… … Dictionary of Greek
ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… … Dictionary of Greek